- εξαγορευτικος
- ἐξαγορευτικόςἐξ-ᾰγορευτικός3объявляющий (во всеуслышание), излагающий
(ἐπιστήμη τῶν ἐννοηθέντων ἐξαγορευτική Luc.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(ἐπιστήμη τῶν ἐννοηθέντων ἐξαγορευτική Luc.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
εξαγορευτικός — ἐξαγορευτικός, ή, όν (Α) [εξαγορεύω] ο αρμόδιος να εκφράσει ή να ερμηνεύσει κάτι («καὶ τῶν ἐννοηθέντων ἐξαγορευτική, καὶ τῶν ἀφανῶν σαγηνευτική [επιστήμη], Λουκιαν.) … Dictionary of Greek
ἐξαγορευτική — ἐξαγορευτικός fit to tell fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)